- πολυέτηρος
- και επικ. τ. πουλυέτηρος -ον, Αο πολυετής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -έτηρος (< ἔτος), πρβλ. τρι-έτηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυετηρίς — ίδος, ἡ, Μ χρονικό διάστημα πολλών ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυέτηρος + επίθημα ίς, ίδος (πρλβ. επ ετηρίς)] … Dictionary of Greek
πουλυέτηρος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πολυέτηρος … Dictionary of Greek